ετεροχρωματίνη — Χρωματίνη (σύμπλοκο DNA ιστονών), η οποία εμφανίζει υψηλό βαθμό συμπύκνωσης, σε αντίθεση με την ευχρωματίνη. Η ε. χρωματίζεται πιο έντονα από την ευχρωματίνη στα διάφορα στάδια του κυτταρικού κύκλου και αντιπροσωπεύει το τμήμα του γενετικού… … Dictionary of Greek
κωδεΐνη — Αλκαλοειδές με χημικό τύπο C18H21O3N, το οποίο είναι ένα από τα δραστικά συστατικά που συναντάται στο όπιο σε μεταβλητές αναλογίες (0,7 2,5%), ενώ είναι συγγενές προς τη μορφίνη. Ονομάζεται και μεθυλομορφίνη. Μπορεί να απομονωθεί από το όπιο,… … Dictionary of Greek
μεθύλιο — Αλκυλική ρίζα ( CH3) που προέρχεται από το μεθάνιο με αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου. Το μ. χαρακτηρίζει τη σύσταση πολλών οργανικών ενώσεων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον από βιολογική και βιομηχανική άποψη. Η πορεία των αντιδράσεων για την… … Dictionary of Greek
παραξανθίνη — η χημ. δικυκλική οργανική ένωση, ισομερής με τη θεοβρωμίνη και τη θεοφυλλίνη, που είναι στερεό σώμα και αποτελεί συστατικό τών ούρων και που με μεθυλίωση μετατρέπεται σε καφεΐνη … Dictionary of Greek
τετραμεθυλιωμένος — η, ο, Ν χημ. α) αυτός στο μόριο τού οποίου έχουν εισαχθεί τέσσερεις ομάδες μεθυλίου β) (για υδρογονάνθρακα και ιδίως για βενζίνη) αυτός ο οποίος έχει υποστεί μεθυλίωση, δηλαδή στον οποίο έχει εισαχθεί τετραμεθυλιούχος μόλυβδος … Dictionary of Greek
τρανσμεθυλίωση — η, Ν (βιοχ.) αντίδραση κατά την οποία συντελείται η μεταφορά τής ομάδας τού μεθυλίου από ένα μόριο σε άλλο και η οποία παίζει σημαντικό ρόλο στους μηχανισμούς αποτοξίνωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. transmethylation < trans (< λατ. trans «πέρα,… … Dictionary of Greek