μεθυλίωση

μεθυλίωση
Χημική διαδικασία. κατά την οποία η μονοσθενής ρίζα μεθύλιο (-CH2) εισάγεται στο μόριο μιας ένωσης. Για να γίνει δυνατή η μ. χρησιμοποιούνται διάφοροι μεθυλιωτικοί παράγοντες, όπως είναι το μεθυλοϊωδίδιο (CH3I), μεθυλεστέρες οργανικών θειοξέων, διμεθυλαιθέρας (CH3)2O, μεθανόλη (CH3OH), μεθυλοσουλφουρικό οξύ (CH3OSO3H), θειικός διμεθυλεστέρας (CH3O)2SO2 κ.ά. Οι αρωματικοί υδρογονάνθρακες μεθυλιώνονται εύκολα με μεθυλοχλωρίδιο ή διμεθυλαιθέρα, παρουσία AlCl3.
* * *
η
χημ. χημική διεργασία που συνίσταται στην υποκατάσταση ενός ατόμου υδρογόνου μιας οργανικής ένωσης από μια ρίζα μεθυλίου
2. (πετρολ.) διαδικασία εισαγωγής τετραμεθυλιούχου μολύβδου σε μια βενζίνη ώστε να αυξηθεί ο αριθμός οκτανίου της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ετεροχρωματίνη — Χρωματίνη (σύμπλοκο DNA ιστονών), η οποία εμφανίζει υψηλό βαθμό συμπύκνωσης, σε αντίθεση με την ευχρωματίνη. Η ε. χρωματίζεται πιο έντονα από την ευχρωματίνη στα διάφορα στάδια του κυτταρικού κύκλου και αντιπροσωπεύει το τμήμα του γενετικού… …   Dictionary of Greek

  • κωδεΐνη — Αλκαλοειδές με χημικό τύπο C18H21O3N, το οποίο είναι ένα από τα δραστικά συστατικά που συναντάται στο όπιο σε μεταβλητές αναλογίες (0,7 2,5%), ενώ είναι συγγενές προς τη μορφίνη. Ονομάζεται και μεθυλομορφίνη. Μπορεί να απομονωθεί από το όπιο,… …   Dictionary of Greek

  • μεθύλιο — Αλκυλική ρίζα ( CH3) που προέρχεται από το μεθάνιο με αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου. Το μ. χαρακτηρίζει τη σύσταση πολλών οργανικών ενώσεων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον από βιολογική και βιομηχανική άποψη. Η πορεία των αντιδράσεων για την… …   Dictionary of Greek

  • παραξανθίνη — η χημ. δικυκλική οργανική ένωση, ισομερής με τη θεοβρωμίνη και τη θεοφυλλίνη, που είναι στερεό σώμα και αποτελεί συστατικό τών ούρων και που με μεθυλίωση μετατρέπεται σε καφεΐνη …   Dictionary of Greek

  • τετραμεθυλιωμένος — η, ο, Ν χημ. α) αυτός στο μόριο τού οποίου έχουν εισαχθεί τέσσερεις ομάδες μεθυλίου β) (για υδρογονάνθρακα και ιδίως για βενζίνη) αυτός ο οποίος έχει υποστεί μεθυλίωση, δηλαδή στον οποίο έχει εισαχθεί τετραμεθυλιούχος μόλυβδος …   Dictionary of Greek

  • τρανσμεθυλίωση — η, Ν (βιοχ.) αντίδραση κατά την οποία συντελείται η μεταφορά τής ομάδας τού μεθυλίου από ένα μόριο σε άλλο και η οποία παίζει σημαντικό ρόλο στους μηχανισμούς αποτοξίνωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. transmethylation < trans (< λατ. trans «πέρα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”